- ευράξ
- εὐράξ (Α)επίρρ.1. πλαγίως, στα πλάγια2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].
Dictionary of Greek. 2013.